- Χαρμίδα
- Χαρμίδᾱ , Χαρμίδηςmasc nom/voc/acc dual (doric)Χαρμίδᾱ , Χαρμίδηςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χαρμίδᾳ — Χαρμίδᾱͅ , Χαρμίδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαρμίδας — Χαρμίδᾱς , Χαρμίδης masc acc pl (doric) Χαρμίδᾱς , Χαρμίδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαρμίδαι — Χαρμίδᾱͅ , Χαρμίδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαρμίδαν — Χαρμίδᾱν , Χαρμίδης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλκαμένης — I (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκοπλάστης, από τους πιο φημισμένους μαθητές του Φειδία. Είναι άγνωστος ο τόπος και ο χρόνος της γέννησης και του θανάτου του. Κατά την επικρατέστερη άποψη πρέπει να ήταν γιος Αθηναίου κληρούχου από τη Λήμνο. Η… … Dictionary of Greek